σμυρνοφόρος

σμυρνοφόρος
και σμυρνηφόρος, -ον, Α
αυτός που παράγει σμύρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμυρνοφόρος — bearing myrrh masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυρνοφόρον — σμυρνοφόρος bearing myrrh masc/fem acc sg σμυρνοφόρος bearing myrrh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμυρνοφόρων — σμυρνοφόρος bearing myrrh masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • λιβανωτοφόρος — λιβανωτοφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει λιβάνι («ἡ μὲν σμυρνοφόρος, ἡ δὲ λιβανωτοφόρος [χώρα]», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβανωτός + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • σμυρνηφόρος — ον, Α βλ. σμυρνοφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”